- ἐργάζεσθαι
- ἐργάζομαιworkpres inf mp (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Im Anfang war das Wort — Epsilon Inhaltsverzeichnis 1 Ἐὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ … Deutsch Wikipedia
In vino veritas — Epsilon Inhaltsverzeichnis 1 Ἐὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ … Deutsch Wikipedia
Liste griechischer Phrasen/Epsilon — Epsilon Inhaltsverzeichnis … Deutsch Wikipedia
εργάζομαι — και εργάζω (AM ἐργάζομαι) 1. απασχολώ τις σωματικές και πνευματικές μου δυνάμεις στην παραγωγή έργου (α. «εργάζομαι σκληρά» β. «εργάζεται στα χωράφια» γ. «εργάζεται σ’ ένα πρόγραμμα οικονομικής συνεργασίας» δ. «εἴ τις οὐ θέλει ἐργάζεσθαι, μηδὲ… … Dictionary of Greek
делать — делаю, укр. дiлати, ст. слав. дѣлати ἐργάζεσθαι, γεωργεῖν (Супр., Остром.), болг. дялам обтесываю , сербохорв. дjе̏лати делать, работать, строгать , словен. dėlati, чеш. dělati делать, работать , польск. dziaɫac действовать , в. луж. dzěɫac, н … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
Geflügelte Worte (Antike) — Alpha und Omega, Anfang und Ende, kombiniert zu einem Buchstaben Diese Liste ist eine Sammlung alt und neugriechischer Phrasen, Sprichwörter und Redewendungen. Sie beschreibt ihren Gebrauch und gibt, wo möglich, die Quellen an. Graeca non… … Deutsch Wikipedia
ρώννυμι — και ῥωννύω ΜΑ 1. παρέχω δύναμη, ισχύ, δυναμώνω, ενισχύω 2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) ἐρρωμένος, η, ον ρωμαλέος, σθεναρός, σωματώδης αρχ. 1. έχω καλή υγεία, υγιαίνω 2. (το β εν. και το β πληθ. πρόσ. προστ. μέσ. παρακμ.) ἔρρωσο και ἔρρωσθε… … Dictionary of Greek
σκαπάνη — η, ΝΜΑ εργαλείο κατάλληλο για το σκάψιμο τής γης, τσάπα, αξίνα («τὴν γῆν ἐργάζεσθαι καὶ τοῑς ἀρότροις καὶ τῇ σκαπάνῃ», Θεόφρ.) νεοελλ. 1. γενική ονομασία ομάδας γεωργικών και χωματουργικών εργαλείων που αποτελούνται από επίμηκες σιδήριο με οπή… … Dictionary of Greek
ἐργάζεσθ' — ἐργάζεσθε , ἐργάζομαι work pres imperat mp 2nd pl (attic) ἐργάζεσθε , ἐργάζομαι work pres ind mp 2nd pl (attic) ἐργάζεσθαι , ἐργάζομαι work pres inf mp (attic) ἐργάζεσθε , ἐργάζομαι work imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)